- λυθρίνι
- το барабулька, султанка (рыба)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λυθρίνι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Pagellus, της οικογένειας των σπαριδών. Έχουν επίμηκες, πεπιεσμένο σώμα, μήκους 25 έως 45 εκ., καθώς και μεγάλο κεφάλι με μικρό στόμα που διαθέτει δύο σειρές γομφίων στην άνω σιαγόνα. Το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
λυθρίνι — το ιού, είδος ψαριού με κοκκινωπό χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεθρίνι — το το ψάρι λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεθρίνι < λυθρίνι με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ε από επίδραση τού υγρού συμφώνου πρβλ. θελιά < θηλιά, μελίγγι < μηλίγγι. (Για ετυμολ. βλ. λυθρίνι)] … Dictionary of Greek
ερυθρίνος — ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και ἐρυθῑνος) ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών τής οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με… … Dictionary of Greek
λυθρινάρι — και λεθρινάρι(ον), τὸ (Μ) λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυθρίνι + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. χαλιν άρι] … Dictionary of Greek
Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… … Dictionary of Greek
λιθρίνι — το βλ. λυθρίνι … Dictionary of Greek
λυθρίδιον — λυθρίδιον, τὸ (Μ) είδος φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρυθρίδιον (με αποβολή τού αρκτικού ε και ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε λ , πρβλ. λυθρίνι) ή < λύθρον* + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
μερτζάνι — το 1. είδος κοραλλιού 2. συνεκδ. το κόσμημα που κατασκευάζεται από αυτό 3. κοινή ονομασία τού ψαριού ερυθρίνος, λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mercan] … Dictionary of Greek
παγέλλος — ο ζωολ. γένος περκοειδών οστεοϊχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών τής οικογένειας σπαρίδες, ένα είδος τού οποίου είναι το λυθρίνι … Dictionary of Greek
σπαρίδες — (Sparidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκόμοφων. Το σώμα τους σκεπάζεται με μεγάλα λέπια, και το στόμα τους, σε συσχετισμό με το κεφάλι τους, είναι μικρό και εφοδιασμένο με πολυάριθμα δόντια, που έχουν σχήμα κοπτήρων, κυνοδόντων ή γομφίων … Dictionary of Greek